- περιτρόχαλος
- περιτρόχ-ᾰλος, ον,A = περίτροχος : neut. pl. as Adv., περιτρόχαλα κείρεσθαι to have one's hair clipped round about, Hdt.3.8, Plu.2.261f; κουρὰ π. Phot. s.v. σκάφιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιτρόχαλος — round about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] … Dictionary of Greek
περιτρόχαλον — περιτρόχαλος round about masc/fem acc sg περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρόχαλα — περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)